- αναλακτίζω
- (Α ἀναλακτίζω)1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + λακτίζω.ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναλακτιζόντων — ἀναλακτίζω kick upwards pres part act masc/neut gen pl ἀναλακτίζω kick upwards pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλάκτιση — η [αναλακτίζω] 1. το εκ νέου λάκτισμα, ξανακλότσημα 2. περιφρονητική απόρριψη, περιφρόνηση 3. γυμναστική άσκηση κατά την οποία υψώνεται τεντωμένο το σκέλος, όσο το δυνατόν υψηλότερα προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
ἀναλακτίσας — ἀναλακτίσᾱς , ἀναλακτίζω kick upwards aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)